φράνκο

φράνκο
το эк франке

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φράνκο" в других словарях:

  • φράνκο — το, Ν διεθνής εμπορικός όρος που δηλώνει εμπόρευμα απαλλαγμένο από βάρη και κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. franco «ελεύθερος, ειλικρινής»] …   Dictionary of Greek

  • Φράνκο Μπααμόντε, Φρανθίσκο — (Franco Bahamonde, Ελ Φερόλ, Γαλικία 1892 – Μαδρίτη 1975). Ισπανός στρατηγός και πολιτικός. Είναι ένας από τους πλέον αμφισβητούμενους σύγχρονους πολιτικούς. Αφού αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού από τη σχολή πεζικού του Τολέντο, ανέβηκε …   Dictionary of Greek

  • Φράνκο, Βερόνικα — (Franco, Βενετία 1546 – 1591). Ιταλίδα ποιήτρια. Ήταν αυλική και πασίγνωστη για την ομορφιά και την εξυπνάδα της, γεγονός που συνετέλεσε στο να έχει επαφή με σπουδαίους άνδρες της εποχής της, πολιτικούς, λογοτέχνες καλλιτέχνες κ.ά. Προσκλήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Φράνκο, Ιβάν — (1856 – 1917). Ουκρανός συγγραφέας και δημοσιολόγος. Ήταν γιος αγρότη σιδηρουργού, που επιθυμούσε να προσφέρει στον γιο του εξαίρετη μόρφωση. Ο Φ. σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Λβοφ και μετεκπαιδεύτηκε στης Βιέννης. Ως συγγραφέας θεωρείται… …   Dictionary of Greek

  • Φράνκο, Μπατίστα, ο επιλεγόμενος Σαμολέι — (Franco, Βενετία 1498 – 1561). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης. Μορφώθηκε μελετώντας τα έργα του Μιχαήλ Aγγέλου και παρέμεινε για πολλά χρόνια στη Φλωρεντία. Εκεί ζωγράφισε τις τοιχογραφίες του ανακτόρου Πίτι (Αλληγορία της μάχης του Μοντεμούρλο… …   Dictionary of Greek

  • Φράνκο, Νικολό — (Franco, Μπενεβέντο 1515 – Ρώμη 1570). Ιταλός συγγραφέας και τυχοδιώκτης. Δημοσίευσε στη Νάπολη, το 1535, τη συλλογή λατινικών επιγραμμάτων, Ισαβέλλα, ως ύμνο προς την αντιβασίλισσα Ισαβέλλα της Κάπουα. Στη συνέχεια πήγε στη Βενετία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Φορτίνι, Φράνκο — (Fortini). (Φλωρεντία 1917). Ψευδώνυμο του Ιταλού συγγραφέα και κριτικού Φράνκο Λάτες. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Πολυτέκνικο και άλλες επιθεωρήσεις και το 1955 ίδρυσε την επιθεώρηση Συλλογισμοί. Βαθιά θρησκευτικότητα και ηθική χαρακτηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • Σακέτι, Φράνκο — (Sacchetti). Ιταλός ποιητής και διηγηματογράφος (Ραγούσα, Δαλματία 1335 – Φλωρεντία 1400). Φλωρεντινής καταγωγής ταξίδεψε πολύ ως έμπορος σε νεαρή ηλικία και τελικά εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, όπου ανέβηκε σε ανώτερα αξιώματα. Διατέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»